καταπονούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπονούμαι < παθητική φωνή του ρήματος καταπονώ
Ρήμα
καταπονούμαι
- κουράζομαι υπερβολικά
- μάθε να μην καταπονείσαι αλλά να μαζεύεις τις δυνάμεις σου
- υποβάλλομαι σε καταπόνηση
- ο κινητήρας φαίνεται να έχει καταπονηθεί
- το κτίριο καταπονήθηκε αρκετά από το σεισμό
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπονούμαι | καταπονούμουν | θα καταπονούμαι | να καταπονούμαι | ||
| β' ενικ. | καταπονείσαι | καταπονούσουν | θα καταπονείσαι | να καταπονείσαι | ||
| γ' ενικ. | καταπονείται | καταπονούνταν | θα καταπονείται | να καταπονείται | ||
| α' πληθ. | καταπονούμαστε | καταπονούμασταν καταπονούμαστε |
θα καταπονούμαστε | να καταπονούμαστε | ||
| β' πληθ. | καταπονείστε | καταπονούσασταν καταπονούσαστε |
θα καταπονείστε | να καταπονείστε | καταπονείστε | |
| γ' πληθ. | καταπονούνται | καταπονούνταν | θα καταπονούνται | να καταπονούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπονήθηκα | θα καταπονηθώ | να καταπονηθώ | καταπονηθεί | ||
| β' ενικ. | καταπονήθηκες | θα καταπονηθείς | να καταπονηθείς | καταπονήσου | ||
| γ' ενικ. | καταπονήθηκε | θα καταπονηθεί | να καταπονηθεί | |||
| α' πληθ. | καταπονηθήκαμε | θα καταπονηθούμε | να καταπονηθούμε | |||
| β' πληθ. | καταπονηθήκατε | θα καταπονηθείτε | να καταπονηθείτε | καταπονηθείτε | ||
| γ' πληθ. | καταπονήθηκαν καταπονηθήκαν(ε) |
θα καταπονηθούν(ε) | να καταπονηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταπονηθεί | είχα καταπονηθεί | θα έχω καταπονηθεί | να έχω καταπονηθεί | καταπονημένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταπονηθεί | είχες καταπονηθεί | θα έχεις καταπονηθεί | να έχεις καταπονηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταπονηθεί | είχε καταπονηθεί | θα έχει καταπονηθεί | να έχει καταπονηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπονηθεί | είχαμε καταπονηθεί | θα έχουμε καταπονηθεί | να έχουμε καταπονηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπονηθεί | είχατε καταπονηθεί | θα έχετε καταπονηθεί | να έχετε καταπονηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταπονηθεί | είχαν καταπονηθεί | θα έχουν καταπονηθεί | να έχουν καταπονηθεί | ||
Μεταφράσεις
καταπονούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.