pen
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
pen (en)
- φάρμα, εκτροφείο, στάνη, κοτέσι, κλειστός χώρος εκτροφής ζώων
- (μεταφορικά), (αργκό) η ψειρού, η φυλακή
- πένα ή στυλό
- (μεταφορικά) η πένα με την έννοια συγγραφέας
Σράναν (srn)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.