τον
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ton/ (προφέρεται άτονο ως μία φωνολογική λέξη μαζί με την επόμενη τονισμένη)
- ΔΦΑ : /to/ στον προφορικό λόγο - δείτε #Σημειώσεις
Ετυμολογία 1
- τον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόν
Κλιτικός τύπος άρθρου
τον αρσενικό και το στον προφορικό λόγο #Σημειώσεις
- αιτιατική ενικού του ο, αρσενικό
- ↪ Τον Αντώνη τον ξέρω από τα παλιά.
- ↪ Τον θυμάσαι το Νίκο; Τον συνάντησα το πρωί.
κλίσεις των άρθρων
| αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
|---|---|---|---|
| ονομαστική ενικού | ο | η | το |
| γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
| αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
| ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
| γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
| αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |
Σημειώσεις
Ετυμολογία 2
- τον < → λείπει η ετυμολογία
- για το ιδιωματικό < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
τον αρσενικό
- (προσωπική αντωνυμία) αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου: αυτόν
- ↪ Τον Αντώνη τον ξέρω από τα παλιά. (αυτόν, τον ξέρω από τα παλιά)
- ↪ Τον θυμάσαι το Νίκο; Τον συνάντησα το πρωί.
- άλλες μορφές: τονε (λαϊκότροπο)
- (ιδιωματικό) του
- ↪ Τον είπα, «βάλε μ' ένα κιλό ντομάτες, σε παρακαλώ»!
Σημειώσεις
- Για τον τόνο στο τόν δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.