σφάχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφάχτης οι σφάχτες
      γενική του σφάχτη των σφαχτών
    αιτιατική τον σφάχτη τους σφάχτες
     κλητική σφάχτη σφάχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφάχτης < μεσαιωνική ελληνική σφάκτης

Ουσιαστικό

σφάχτης αρσενικό

  1. ο σφαγέας, το άτομο που σφάζει ζώα σε σφαγείο
  2. ο φονιάς, ο αντεροβγάλτης
  3. (οικείο) ο ισχυρός πόνος στο εσωτερικό του σώματος που τον αισθανόμαστε σαν μαχαιριά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.