σφάχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σφάχτης | οι | σφάχτες |
| γενική | του | σφάχτη | των | σφαχτών |
| αιτιατική | τον | σφάχτη | τους | σφάχτες |
| κλητική | σφάχτη | σφάχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφάχτης < μεσαιωνική ελληνική σφάκτης
Ουσιαστικό
σφάχτης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.