αρρώστια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρρώστια | οι | αρρώστιες |
| γενική | της | αρρώστιας | — | |
| αιτιατική | την | αρρώστια | τις | αρρώστιες |
| κλητική | αρρώστια | αρρώστιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρρώστια < μεσαιωνική ελληνική ἀρρώστια < αρχαία ελληνική ἀρρωστία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈɾo.stça/
Ουσιαστικό
αρρώστια θηλυκό
- αρρώστεια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αρρώστια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.