ωδίνες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | ωδίνες | ||
| γενική | των | ωδίνων | ||
| αιτιατική | τις | ωδίνες | ||
| κλητική | ωδίνες | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωδίνες < αρχαία ελληνική ὠδίς, γενική ὠδῖνος, ασαφούς και αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
ωδίνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (ο ενικός ωδίνα σπάνιος)
- οι πόνοι στην αρχή και κατά την διάρκεια του τοκετού
- ↪ άρχισαν οι πρώτες ωδίνες (πλησιάζει ο τοκετός)
- ※ Στο πρώτο στάδιο του τοκετού διακρίνονται δύο φάσεις, η λανθάνουσα και η ενεργητική. Η λανθάνουσα φάση χαρακτηρίζεται από ήπιες ωδίνες της μήτρας και διαρκεί περίπου έξι ώρες στην πρωτότοκο και τέσσερις ώρες στην πολύτοκο. (Δυστοκία και μαιευτικές επιπλοκές κατά τον τοκετό ivf-embryo.gr, ανακτήθηκε στις 15/4/2023 )
- (μεταφορικά)
- αρχή ωδίνων (προμηνύονται σοβαρές δυσχέρειες)
Ομώνυμα / Ομόηχα
- οδύνες (πόνοι, κυρίως ψυχικοί)
Μεταφράσεις
ωδίνες
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.