άνεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άνεμος | οι | άνεμοι |
| γενική | του | ανέμου & άνεμου |
των | ανέμων |
| αιτιατική | τον | άνεμο | τους | ανέμους |
| κλητική | άνεμε | άνεμοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ne.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νε‐μος
Ουσιαστικό
άνεμος αρσενικό
- (μετεωρολογία) κίνηση του ατμοσφαιρικού αέρα. Χαρακτηρίζεται από κάποια δύναμη και κάποια κατεύθυνση
- ↪ Ο απηλιώτης (λεβάντες) είναι ανατολικός άνεμος, ενώ ο ζέφυρος (πουνέντες) δυτικός.
- ※ Άνεμος βιαστικός φύσηξε προς τα εμπρός
θέλω να τρέξω να φύγω να πάω στ' ανοιχτά
θέλω να αγγίξω τον ήλιο πριν σβήσω στη σκιά
Άνεμος βιαστικός μου ψιθύρισε «μείνε εδώ»
θέλω το πόνο στα μάτια, τη σκόνη τη φωτιά
θέλω να αντέξω ακόμη μια ανάσα στα βαθιά.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Άνεμος, (2019) Κατερίνα Ντούσκα & Leon of Athens, στίχοι: Κατερίνα Ντούσκα, Leon of Athens, μουσική: Κατερίνα Ντούσκα, Leon of Athens, David Sneddon, almbum: ANEMOS.
- (μεταφορικά) μία κίνηση, ένα ρεύμα από κάτι (συνήθως με ανανεωτικό χαρακτήρα)
- ↪ Πνέει άνεμος αλλαγής στην πολιτική.
Συνώνυμα
Εκφράσεις
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ να λημματοποιηθούν
- άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει μη σε ανησυχεί ό,τι δεν μπορεί να σε βλάψει.
- λόγια του ανέμου, έκαμε τον άνεμο κουβάρι: ασχολία άσκοπη, χωρίς αποτέλεσμα.
- με το πρώτο φύσημα του ανέμου
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες : όποιος προκαλεί αναταραχές, υφίσταται χειρότερες συνέπειες.
- όπου φυσάει ο άνεμος: όφα, χαρακτηρισμός ατόμου καιροσκόπου, που αλλάζει στάση, απόψεις και θέσεις ανάλογα με τα συμφέροντα ή με την επικρατέστερη άποψη
- πάει στον άνεμο και στην κακή του ώρα : ευφημ., αντί της λέξης «διάβολος».
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ανεμ-
ανεμ-
- βοριανέμι
- αλεξιανέμιο
- ανάνεμα (επίρρημα)
- ανάνεμος
- ανέμη
- ανέμι
- ανεμιά
- ανεμιαίος
- ανεμίδα
- ανεμίδι
- ανεμίδια
- ανεμίζω, ανεμίζομαι
- ανεμική
- ανεμικό
- ανεμικός
- ανέμισμα
- ανεμισμένος
- ανεμιστηράκι
- ανεμιστήρας
- ανεμιστήρι
- ανεμιστός
- ανεμοδούρα
- ανεμούρα
- ανεμούρι
- ανεμούριο
- ανεμώδης, ανεμώδες
- αντιανεμικό
- απάνεμα (επίρρημα)
- απανέμι
- απανεμιάζω
- απανεμίδι
- απανεμίζω
- απάνεμος
- απανεμίδια
- δροσάνεμο
- εξανεμίζω
- εξανέμιση
- εξανεμισμός
- ευάνεμος
- ξανέμι
- ξανεμίδι
- ξανεμίζω
- ξανέμισμα
- ξανεμιστά (επίρρημα)
- ξανεμίζω, ξανεμίζομαι
- προσάνεμος
- ρουφουλανέμης
- σιγανεμιά
- σιγανεμίζω
- φτερανεμίζομαι
- ψυχανεμίζω, ψυχανεμίζομαι
- ψυχανέμισμα
Δε σχετίζεται ετυμολογικά η ανεμώνα/ανεμώνη
- ανεμο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανεμο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- ανεμογεννήτρια
- ανεμογκάστρι
- ανεμογράφος
- ανεμόδαρτος
- ανεμοδαρμένος
- ανεμοδείκτης
- ανεμοδείχτης
- ανεμοδέρνω
- ανεμοδουλειά
- ανεμοδούρα
- ανεμοδούρι
- ανεμοδόχος
- ανεμόδρομος
- ανεμοζάλη
- ανεμοθύελλα
- ανεμοκάμηλο
- ανεμοκαύκαλος
- ανεμόκουνια
- ανεμοκυκλοπόδης
- ανεμολόγιο
- ανεμολόγος
- ανεμολογώ
- ανεμομάζεμα
- ανεμομάζωμα
- ανεμομείκτης
- ανεμόμετρο
- ανεμομίκτης
- ανεμομιλιά
- ανεμομιλώ
- ανεμόμυλος
- ανεμοπλάνο
- ανεμόπληκτος
- ανεμοπόδαρος
- ανεμοπορία
- ανεμόπτερο
- ανεμοπύρωμα
- ανεμορούφουλας
- ανεμοσάλεμα
- ανεμόσαρκος
- ανεμόσκαλα
- ανεμοστάτης
- ανεμοστρόβιλος
- ανεμόσυρμα
- ανεμοσυρμή
- ανεμοταραχή
- ανεμοτάραχτος
- ανεμότρατα
- ανεμόφαντος
- ανεμοφράκτης
- ανεμοχάφτης
- ανεμόχολο
- απάνεμος
-
άνεμος στη Βικιπαίδεια

- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις
άνεμος
Πηγές
- άνεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άνεμος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
