ανεμοδείκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμοδείκτης οι ανεμοδείκτες
      γενική του ανεμοδείκτη των ανεμοδεικτών
    αιτιατική τον ανεμοδείκτη τους ανεμοδείκτες
     κλητική ανεμοδείκτη ανεμοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανεμοδείκτης σε στέγη κτιρίου

Ετυμολογία

ανεμοδείκτης < ανεμο- + δείκτης (μαρτυρείται από το 1835)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈði.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμοδείκτης

Ουσιαστικό

ανεμοδείκτης αρσενικό

  • (μετεωρολογία): όργανο ή γενικότερα μηχανισμός που δείχνει την διεύθυνση του υφιστάμενου ανέμου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.