ανεμολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμολόγος οι ανεμολόγοι
      γενική του ανεμολόγου των ανεμολόγων
    αιτιατική τον ανεμολόγο τους ανεμολόγους
     κλητική ανεμολόγε ανεμολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμολόγος < ανεμο- + -λόγος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμολόγος

Ουσιαστικό

ανεμολόγος αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) άτομο που μελετά τους ανέμους[2]
  2. αερολόγος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανεμολόγος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Αναστάσιος Γεωργοπαπαδάκος, Το Μεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, μονοτονικό (Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης Παιδεία, 1984), σελ. 118.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.