ευφημισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευφημισμός οι ευφημισμοί
      γενική του ευφημισμού των ευφημισμών
    αιτιατική τον ευφημισμό τους ευφημισμούς
     κλητική ευφημισμέ ευφημισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευφημισμός < (ελληνιστική κοινή) εὐφημισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fi.miˈzmos/

Ουσιαστικό

ευφημισμός αρσενικό

  1. έπαινος, εγκωμιασμός
  2. η χρήση μιας λέξης ή έκφρασης στη θέση μιας άλλης, επειδή θεωρείται λιγότερο αρνητική, δυσοίωνη ή επιθετική ή χυδαία από αυτήν που αντικαθιστά (υφίσταται και το αντίθετο ο αντευφημισμός ή δυσφημισμός)

Εκφράσεις

  • κατ' ευφημισμόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.