κουβάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουβάρι τα κουβάρια
      γενική του κουβαριού των κουβαριών
    αιτιατική το κουβάρι τα κουβάρια
     κλητική κουβάρι κουβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κουβάρι (1) από νήμα

Ετυμολογία

κουβάρι < μεσαιωνική ελληνική κουβάριον[1] / κωβάριον[2] < ελληνιστική κοινή κόβαρος[1]

Ουσιαστικό

κουβάρι ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε μακρόστενο υλικό που έχει τυλιχτεί έτσι, ώστε να έχει σχήμα σφαίρας, μπάλας
  2. (μεταφορικά) για ρούχα ή άλλα αντικείμενα που είναι μπερδεμένα ή δεν είναι τακτοποιημένα
  3. (μεταφορικά) για ζώο ή άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί

Εκφράσεις

  • μαλλιά κουβάρια: μεγάλη ακαταστασία, ανακατωσούρα
  • γίνομαι μαλλιά κουβάρια (με κάποιον): τσακώνομαι με κάποιον πολύ άσχημα
  • ξετυλίγω το κουβάρι: ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω σε άλλους ή στον εαυτό μου μια μπερδεμένη κατάσταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.