τραμουντάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραμουντάνα οι τραμουντάνες
      γενική της τραμουντάνας
    αιτιατική την τραμουντάνα τις τραμουντάνες
     κλητική τραμουντάνα τραμουντάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραμουντάνα <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραμοντάνα < ιταλική tramontana

Ουσιαστικό

τραμουντάνα θηλυκό

Εκφράσεις

  • το άστρο της τραμουντάνας: ο πολικός αστέρας

Σύνθετα

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.