ανεμούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμούρι τα ανεμούρια
      γενική του ανεμουρίου των ανεμουρίων
    αιτιατική το ανεμούρι τα ανεμούρια
     κλητική ανεμούρι ανεμούρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανεμούρι

Ετυμολογία

ανεμούρι < (ελληνιστική κοινή) ἀνεμούριον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.neˈmu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμούρι

Ουσιαστικό

ανεμούρι ή ανεμούριο ουδέτερο

  • σάκος κωνικού σχήματος, ανοιχτός από αμφότερες τις πλευρές, ο οποίος τοποθετείται στην κορυφή ιστίου ώστε να δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου[1]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.