ανεμοθύελλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεμοθύελλα | οι | ανεμοθύελλες |
| γενική | της | ανεμοθύελλας | — | |
| αιτιατική | την | ανεμοθύελλα | τις | ανεμοθύελλες |
| κλητική | ανεμοθύελλα | ανεμοθύελλες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈθi.e.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐θύ‐ελ‐λα
Ουσιαστικό
ανεμοθύελλα θηλυκό
- (άνεμος) έντονοι άνεμοι (τυπικά άνω των 8-9 μποφόρ για να χαρακτηριστεί θύελλα)
- ※ Μέσα στὸν ὕπνο καὶ στὴ νύχτα τοῦ φάνηκε, πὼς ὁ χιονένιος ὄγκος, ὅπου κοιμόταν, γλίστρησε μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο, ὕστερα τὸ χιόνι ὅλο γύρω του γκρεμίστηκε, διαλύθηκε, κι ὁ ἴδιος ἔμεινε μόνος μέσα στὴν ἀνεμοθύελλα. (Αντρέι Πλατόνοβ, Το ταξίδι του σπουργίτη, στο περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 1347 (15 Αυγούστου 1983), τόμ. 114, σελ. 990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.