ανεμοφράκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανεμοφράκτης | οι | ανεμοφράκτες |
| γενική | του | ανεμοφράκτη | των | ανεμοφρακτών |
| αιτιατική | τον | ανεμοφράκτη | τους | ανεμοφράκτες |
| κλητική | ανεμοφράκτη | ανεμοφράκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈfɾa.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐φρά‐κτης
Ουσιαστικό
ανεμοφράκτης ουδέτερο
- φράκτης προστασίας από τον άνεμο
- (ειδικότερα) πόρτα που διαθέτει τέσσερα ή πέντε φύλλα κυκλικά σε άξονα που περιστρέφεται
Μεταφράσεις
ανεμοφράκτης
|
|
Αναφορές
- ανεμοφράκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.