ανεμορούφουλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμορούφουλας οι ανεμορούφουλες
      γενική του ανεμορούφουλα των ανεμορούφουλων
    αιτιατική τον ανεμορούφουλα τους ανεμορούφουλες
     κλητική ανεμορούφουλα ανεμορούφουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμορούφουλας < ανεμο- + ρούφουλας

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈɾu.fu.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμορούφουλας

Ουσιαστικό

ανεμορούφουλας αρσενικό

  1. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο, άνεμος) ο ανεμοστρόβιλος
  2. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) η ρουφήχτρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.