ανεμοπλάνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεμοπλάνο | τα | ανεμοπλάνα |
| γενική | του | ανεμοπλάνου | των | ανεμοπλάνων |
| αιτιατική | το | ανεμοπλάνο | τα | ανεμοπλάνα |
| κλητική | ανεμοπλάνο | ανεμοπλάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεμοπλάνο < ανεμο- + -πλάνο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈpla.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐πλά‐νο
Ουσιαστικό
ανεμοπλάνο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) το ανεμόπτερο
- ※ Η πρώτη πτήση με ανεμοπλάνο έγινε από έναν αμαξά, μισό αιώνα πριν από τους αδερφούς Ράιτ (Μηχανή του Χρόνου)
Μεταφράσεις
ανεμοπλάνο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.