ευραπηλιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευραπηλιώτης οι ευραπηλιώτες
      γενική του ευραπηλιώτη των ευραπηλιωτών
    αιτιατική τον ευραπηλιώτη τους ευραπηλιώτες
     κλητική ευραπηλιώτη ευραπηλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευραπηλιώτης < εύρος + -ο- + απηλιώτης

Ουσιαστικό

ευραπηλιώτης αρσενικό

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.