ανεμοδαρμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμοδαρμένος η ανεμοδαρμένη το ανεμοδαρμένο
      γενική του ανεμοδαρμένου της ανεμοδαρμένης του ανεμοδαρμένου
    αιτιατική τον ανεμοδαρμένο την ανεμοδαρμένη το ανεμοδαρμένο
     κλητική ανεμοδαρμένε ανεμοδαρμένη ανεμοδαρμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμοδαρμένοι οι ανεμοδαρμένες τα ανεμοδαρμένα
      γενική των ανεμοδαρμένων των ανεμοδαρμένων των ανεμοδαρμένων
    αιτιατική τους ανεμοδαρμένους τις ανεμοδαρμένες τα ανεμοδαρμένα
     κλητική ανεμοδαρμένοι ανεμοδαρμένες ανεμοδαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεμοδαρμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανεμοδέρνω (μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος ανεμοδέρνομαι). Μορφολογικά αναλύεται σε ανεμο- + δαρμένος (κατά το θαλασσοδαρμένος < θαλασσοδέρνομαι).

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.mo.ðaɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμοδαρμένος

Μετοχή

ανεμοδαρμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανεμοδέρνω)

  • ανεμόδαρτος, που τον ταλαιπωρούν οι ισχυροί άνεμοι, που είναι εκτεθειμένος στους ανέμους
    ανεμοδαρμένα ύψη (το μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ)
    ανεμοδαρμένες γέφυρες - ανεμοδαρμένο νησί
      Πεδίο μάχης μετά το μακελειό ήταν οι ως χθες συγυρισμένες και λουλουδοσπαρμένες πρασιές στα ριζότοιχα της αυλής· ανάπηροι ήταν όλοι οι βασιλικοί της θείας, που κουτσοστέκουνταν ακόμα, αποκαμωμένοι, σαν ανεμοδαρμένοι, κρεμνώντας τα μαραζιασμένα φυλλαράκια τους έξω από τις γλάστρες τους.
    Πηνελόπη Δέλτα, Τρελαντώνης, Κεφάλαιο ΙΕ', 1932

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ανεμόδαρμα

 και δείτε τις λέξεις ανεμοδέρνω, άνεμος και δέρνω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.