όστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όστρια οι όστριες
      γενική της όστριας
    αιτιατική την όστρια τις όστριες
     κλητική όστρια όστριες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όστρια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄστρια[1] < (άμεσο δάνειο) ιταλική ostro (παλαιά ιταλικά) + -ια [2] < λατινική auster (νότιος άνεμος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όστρια

Ουσιαστικό

όστρια θηλυκό

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. όστρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.