ανεμοπύρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεμοπύρωμα | τα | ανεμοπυρώματα |
| γενική | του | ανεμοπυρώματος | των | ανεμοπυρωμάτων |
| αιτιατική | το | ανεμοπύρωμα | τα | ανεμοπυρώματα |
| κλητική | ανεμοπύρωμα | ανεμοπυρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈpi.ɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐πύ‐ρω‐μα
Ουσιαστικό
ανεμοπύρωμα ουδέτερο
- η πάθηση ερυσίπελας
- Σ’ ετούτο τ’ ανεμοπύρωμα το πολύ φως έβλαφτε, συνέστησε λοιπόν να φράξουν τα παράθυρα και να σκεπάσουν το ηλεκτρικό φως. (Μένης Κουμανταρέας, Τα μηχανάκια, (Αθήνα: Πατάκης, 2019), σελ. 61)
Μεταφράσεις
ανεμοπύρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.