ανεμοκάμηλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεμοκάμηλο | τα | ανεμοκάμηλα |
| γενική | του | ανεμοκάμηλου | των | ανεμοκάμηλων |
| αιτιατική | το | ανεμοκάμηλο | τα | ανεμοκάμηλα |
| κλητική | ανεμοκάμηλο | ανεμοκάμηλα | ||
| Η λόγια μετακίνση του τόνου (ανεμοκαμήλου) δεν συνηθίζεται στις λέξεις της δημοτικής. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το ανεμοκάμηλο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈka.mi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐κά‐μη‐λο
Ουσιαστικό
ανεμοκάμηλο ουδέτερο (δημοτική)[1]
- (ερπετό) είδος σαύρας, χαμαιλέοντα[2]
- ταξινομικός όρος: Chamaeleo africanus, Laurenti 1768
Συνώνυμα
- χαμηλάκι
-
Αφρικανικός χαμαιλέοντας στη Βικιπαίδεια

-
African chameleon στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά [Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου] (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 82.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.