ανεμόπτερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμόπτερο τα ανεμόπτερα
      γενική του ανεμόπτερου
& ανεμοπτέρου
των ανεμόπτερων
& ανεμοπτέρων
    αιτιατική το ανεμόπτερο τα ανεμόπτερα
     κλητική ανεμόπτερο ανεμόπτερα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμόπτερο < (καθαρεύουσα) ἀνεμόπτερον < ανεμό- + πτερόν

Προφορά

ΔΦΑ : /a.neˈmo.pte.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμόπτερο

Ουσιαστικό

ανεμόπτερο ουδέτερο

  • (αεροπορικός όρος) μικρό ιπτάμενο σκάφος το οποίο δεν διαθέτει κινητήρα
      Οι αρμόδιοι υπάλληλοι που είχαν υπηρεσία στην τοπική Υ.Π.Α., ειδοποίησαν αμέσως τις αρμόδιες αρχές ότι το ανεμόπτερο πετούσε χωρίς να του έχει δοθεί η σχετική άδεια, διαταράσσοντας έτσι την εναέρια κυκλοφορία στο διεθνές αεροδρόμιο της Κέρκυρας. (Μάνος Τσαγκαράκης, Προβλήματα από την πτήση ανεμόπτερου στην Κέρκυρα, εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 10 Σεπτεμβρίου 2018)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.