ανεμολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεμολογώ < ανεμο- + -λογώ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.mo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμολογώ

Ρήμα

ανεμολογώ, πρτ.: ανεμολογούσα, στ.μέλλ.: θα ανεμολογήσω, αόρ.: ανεμολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. λέω ανοησίες
  2. ανεμίζω
      Ανεμολογούσε η καστανιά / σε μια πίσω αυλή, σ' ένα πηγάδι, / σε μιαν αθηναίϊκη γειτονιά, / σαν νωρίς γυρνούσαμε το βράδι (Τέλλος Άγρας, «Χειμωνιά μοσκομυρίζει…», 1939)

Κλίση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανεμολογώ -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.