ανεμόκουνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεμόκουνια | οι | ανεμόκουνιες |
| γενική | της | ανεμόκουνιας | — | |
| αιτιατική | την | ανεμόκουνια | τις | ανεμόκουνιες |
| κλητική | ανεμόκουνια | ανεμόκουνιες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.neˈmo.ku.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐κου‐νια
Ουσιαστικό
ανεμόκουνια θηλυκό
- αιώρα
- ※ Καρδιὰ σκιστὴ σὲ δύο εἶχε αὐτός, ποῦ η πικρία τόνε θλίβει / σὰν ἀνεμόκουνια ἔρχονταν καὶ πήαινε στὸ καλύβι. (Λορέντζος Μαβίλης, Μαχαμπχαράτα: Νάλλας καὶ Νταμαγιάντη, books.google.gr)
Αναφορές
- ανεμόκουνια - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.