ανεμοδέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεμοδέρνω < ανεμο- + δέρνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈðeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμοδέρνω

Ρήμα

ανεμοδέρνω (ανεμοδέρνομαι)

  • (για τον ισχυρό άνεμο) χτυπάω αλύπητα ανθρώπους, πλοία, δέντρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.