ανεμομείκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανεμομείκτης | οι | ανεμομείκτες |
| γενική | του | ανεμομείκτη | των | ανεμομεικτών |
| αιτιατική | τον | ανεμομείκτη | τους | ανεμομείκτες |
| κλητική | ανεμομείκτη | ανεμομείκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈmi.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐μεί‐κτης
Ουσιαστικό
ανεμομείκτης αρσενικό
- αντιπαγετικός ανεμιστήρας που χρησιμοποιείται σε καλλιέργειες
- ※ «Και βέβαια στο βουνό δεν µπορείς να βάλεις ανεµοµείκτες για παγοπροστασία. Μέσα σ’ ένα βράδυ µπορεί να χάσεις όλη σου την πιθανή παραγωγή, πάνω στην περίοδο της ανθοφορίας», λέει ο κ. Μόσχος. (Νίκος Τσιαμτσίκας, Χρειάζεται ποικιλίες και μήλα που χτυπάνε στο μάτι λέει η ψυχολογία της ζήτησης, 21 Δεκεμβρίου 2018, agronews.gr)
Μεταφράσεις
ανεμομείκτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.