ανεμοχάφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμοχάφτης οι ανεμοχάφτες
      γενική του ανεμοχάφτη των ανεμοχαφτών
    αιτιατική τον ανεμοχάφτη τους ανεμοχάφτες
     κλητική ανεμοχάφτη ανεμοχάφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμοχάφτης < ανεμο- + χάφτ(ω) + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈxa.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμοχάφτης

Ουσιαστικό

ανεμοχάφτης αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά [Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου] (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 362.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.