απηλιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απηλιώτης οι απηλιώτες
      γενική του απηλιώτη των απηλιωτών
    αιτιατική τον απηλιώτη τους απηλιώτες
     κλητική απηλιώτη απηλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απηλιώτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπηλιώτης[1] (που σχετίζεται με τον ήλιο) < ἀπό + ἠέλιοςἭλιος με ιωνική ψίλωση)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.piˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απηλιώτης

Ουσιαστικό

απηλιώτης αρσενικό

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.