εξανεμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξανεμίζω < ελληνιστική κοινή ἐξανεμίζω

Ρήμα

εξανεμίζω (παθητική φωνή: εξανεμίζομαι)

  1. εξαφανίζω
  2. (ειδικότερα) ξοδεύω ασυλλόγιστα

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.