ανεμομάζωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμομάζωμα τα ανεμομαζώματα
      γενική του ανεμομαζώματος των ανεμομαζωμάτων
    αιτιατική το ανεμομάζωμα τα ανεμομαζώματα
     κλητική ανεμομάζωμα ανεμομαζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμομάζωμα < ανεμο- + (λαϊκότροπο) μάζωμα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈma.zo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμομάζωμα

Ουσιαστικό

ανεμομάζωμα ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

  1. για ό,τι μαζεύτηκε ή αποκτήθηκε τυχαία
  2. για ό,τι αποκτήθηκε παράνομα[2]

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • ανεμομάζωχτος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ανεμομάζωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.