ανεμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεμίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνεμίζω (μεταφέρομαι από τον άνεμο). Συγχρονικά αναλύεται σε άνεμ(ος) + -ίζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.neˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμίζω

Ρήμα

ανεμίζω, αόρ.: ανέμισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. με κινεί ο άνεμος
    η σημαία ανεμίζει
  2. κουνάω κάτι στον αέρα
    ανεμίζω ένα μαντήλι σε αποχαιρετισμό
  3. (λαϊκότροπο) αντί του εξανεμίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.