αντιανεμικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιανεμικό τα αντιανεμικά
      γενική του αντιανεμικού των αντιανεμικών
    αιτιατική το αντιανεμικό τα αντιανεμικά
     κλητική αντιανεμικό αντιανεμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιανεμικό < ουδέτερο του αντιανεμικός

Ουσιαστικό

αντιανεμικό ουδέτερο

  1. το αλεξήνεμο
  2. είδος ρούχου που προστατεύει από τον άνεμο και την βροχή

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντιανεμικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.