ανεμικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεμικό | τα | ανεμικά |
| γενική | του | ανεμικού | των | ανεμικών |
| αιτιατική | το | ανεμικό | τα | ανεμικά |
| κλητική | ανεμικό | ανεμικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ανεμικός < άνεμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.miˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μι‐κό
Μεταφράσεις
ανεμικό
|
→ δείτε τη λέξη πνεύμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.