προσάνεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσάνεμος η προσάνεμη το προσάνεμο
      γενική του προσάνεμου της προσάνεμης του προσάνεμου
    αιτιατική τον προσάνεμο την προσάνεμη το προσάνεμο
     κλητική προσάνεμε προσάνεμη προσάνεμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσάνεμοι οι προσάνεμες τα προσάνεμα
      γενική των προσάνεμων των προσάνεμων των προσάνεμων
    αιτιατική τους προσάνεμους τις προσάνεμες τα προσάνεμα
     κλητική προσάνεμοι προσάνεμες προσάνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσάνεμος < προσ- + άνεμος

Επίθετο

προσάνεμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.