vent
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vent | vents |
vent (en)
- η τρύπα εξαερισμού/φωτισμού, μια τρύπα που επιτρέπει στον αέρα, το αέριο ή το υγρό να περάσει έξω ή μέσα σε ένα δωμάτιο, κτίριο, δοχείο κτλ.
Ρήμα
| ενεστώτας | vent |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | vents |
| αόριστος | vented |
| παθητική μετοχή | vented |
| ενεργητική μετοχή | venting |
vent (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) ξεσπάω, εκφράζω έντονα συναισθήματα, ιδιαίτερα θυμό
- ↪ Let him vent.
- Άφησέ τον να ξεσπάσει.
- ↪ Let him vent.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.