ανεμοστάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανεμοστάτης | οι | ανεμοστάτες |
| γενική | του | ανεμοστάτη | των | ανεμοστατών |
| αιτιατική | τον | ανεμοστάτη | τους | ανεμοστάτες |
| κλητική | ανεμοστάτη | ανεμοστάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐στά‐της
Μεταφράσεις
ανεμοστάτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.