λίβας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λίβας | ||
| γενική | του | λίβα | ||
| αιτιατική | τον | λίβα | ||
| κλητική | λίβα | |||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λίβας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λίβας < ελληνιστική κοινή λίψ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.vas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐βας
Ουσιαστικό
λίβας αρσενικό
- (άνεμος) ξηρός και θερμός νοτιοδυτικός άνεμος
- (κατ’ επέκταση) πολύ ζεστός και συνήθως καταστροφικός, για τη γεωργία, άνεμος
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Αναφορές
- λίβας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.