ανεμοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεμοπόδαρος | η | ανεμοπόδαρη | το | ανεμοπόδαρο |
| γενική | του | ανεμοπόδαρου | της | ανεμοπόδαρης | του | ανεμοπόδαρου |
| αιτιατική | τον | ανεμοπόδαρο | την | ανεμοπόδαρη | το | ανεμοπόδαρο |
| κλητική | ανεμοπόδαρε | ανεμοπόδαρη | ανεμοπόδαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεμοπόδαροι | οι | ανεμοπόδαρες | τα | ανεμοπόδαρα |
| γενική | των | ανεμοπόδαρων | των | ανεμοπόδαρων | των | ανεμοπόδαρων |
| αιτιατική | τους | ανεμοπόδαρους | τις | ανεμοπόδαρες | τα | ανεμοπόδαρα |
| κλητική | ανεμοπόδαροι | ανεμοπόδαρες | ανεμοπόδαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈpo.ða.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐πό‐δα‐ρος
Επίθετο
ανεμοπόδαρος, -η, -ο
- γρήγορος σαν τον άνεμο
- ※ στήνει στὶς πλατεῖες της τ’ ἄλογα τ’ ἀνεμοπόδαρα, ἀκράτητου λαοῦ συμβολικὴ παράσταση. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ὁ ἐκδικητής, συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης (1924)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανεμοπόδαρος
|
→ δείτε τη λέξη γρήγορος |
Αναφορές
- ανεμοπόδαρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.