ανεμοπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεμοπορία | οι | ανεμοπορίες |
| γενική | της | ανεμοπορίας | των | ανεμοποριών |
| αιτιατική | την | ανεμοπορία | τις | ανεμοπορίες |
| κλητική | ανεμοπορία | ανεμοπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.mo.poˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐πο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
ανεμοπορία θηλυκό
- το είδος πετάγματος που κάνουν τα πουλιά κρατώντας σταθερά τα φτερά τους και αφήνοντας το σώμα τους να παρασύρεται από τον άνεμο
- ※ «Οι ελιγμοί της δυναμικής ανεμοπορίας εξάγουν ενέργεια από αυτό το πεδίο επιτρέποντας στα άλμπατρος να πετούν σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, ακόμη και κόντρα στον άνεμο, χωρίς σχεδόν καθόλου προσπάθεια» σημείωσε ο καθηγητής. (Θεοδώρα Τσώλη, Πώς πετούν τα άλμπατρος χωρίς να κουράζονται, εφημερίδα Το Βήμα, 3 Δεκεμβρίου 2011)
- το πέταγμα με μικρά αεροσκάφη που δεν έχουν κινητήρα αλλά χρησιμοποιούν τα ρεύματα του αέρα
- ※ Ο Τούρκος χειριστής αντέδρασε ψύχραιμα και αφού ακολούθησε τις διαδικασίες και με ανεμοπορία, κατόρθωσε να προσγειώσει το αεροσκάφος στο αεροδρόμιο του Ντάλαμα. (Θρίλερ στο Αιγαίο-Έσβησε ο κινητήρας τουρκικού F-16 την ώρα παραβίασης, εφημερίδα Το Έθνος, 2 Φεβρουαρίου 2019)
Συνώνυμα
- ανεμοπλοΐα
Αναφορές
- ανεμοπορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.