ανεμογεννήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμογεννήτρια οι ανεμογεννήτριες
      γενική της ανεμογεννήτριας των ανεμογεννητριών
    αιτιατική την ανεμογεννήτρια τις ανεμογεννήτριες
     κλητική ανεμογεννήτρια ανεμογεννήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμογεννήτρια < ανεμο- + γεννήτρια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aerogenerator[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.mo.ʝeˈni.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμογεννήτρια

Ουσιαστικό

ανεμογεννήτρια θηλυκό

  • (τεχνολογία) μηχανή που μετατρέπει τον άνεμο από κινητική ενέργεια σε ηλεκτρική ενέργεια
      Με βάση τις ενεργειακές μελέτες, στα σημεία αυτά οι ανεμογεννήτριες έχουν την καλύτερη μέση ταχύτητα, καθώς τα ρεύματα του αέρα συμπιέζονται ανεβαίνοντας τις πλαγιές για να περάσουν πάνω από ένα βουνό. Τα προβλήματα της επιλογής αυτής είναι δύο. Πρώτον, ότι η ανεμογεννήτρια έχει μεγαλύτερες ταλαντώσεις λόγω των ριπών του αέρα και των συχνών αλλαγών στη διεύθυνσή του, άρα μεγαλύτερη καταπόνηση με αποτέλεσμα να μειώνεται ο χρόνος ζωής της και να αυξάνεται το κόστος συντήρησής της.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ανεμογεννήτρια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ανεμογεννήτρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.