ανεμομιλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανεμομιλώ < ανεμο- + -μιλώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.mo.miˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐μι‐λώ
Ρήμα
ανεμομιλώ , πρτ.: ανεμομιλούσα/ανεμομίλαγα, στ.μέλλ.: θα ανεμομιλήσω, αόρ.: ανεμομίλησα, παθ.φωνή: ανεμομιλιέμαι, π.αόρ.: ανεμομιλήθηκα, μτχ.π.π.: ανεμομιλημένος
- μιλάω για ασήμαντα πράγματα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανεμομιλώ
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.