ανεμομιλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεμομιλώ < ανεμο- + -μιλώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.mo.miˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμομιλώ

Ρήμα

ανεμομιλώ , πρτ.: ανεμομιλούσα/ανεμομίλαγα, στ.μέλλ.: θα ανεμομιλήσω, αόρ.: ανεμομίλησα, παθ.φωνή: ανεμομιλιέμαι, π.αόρ.: ανεμομιλήθηκα, μτχ.π.π.: ανεμομιλημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.