απάνεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απάνεμος | η | απάνεμη | το | απάνεμο |
| γενική | του | απάνεμου | της | απάνεμης | του | απάνεμου |
| αιτιατική | τον | απάνεμο | την | απάνεμη | το | απάνεμο |
| κλητική | απάνεμε | απάνεμη | απάνεμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απάνεμοι | οι | απάνεμες | τα | απάνεμα |
| γενική | των | απάνεμων | των | απάνεμων | των | απάνεμων |
| αιτιατική | τους | απάνεμους | τις | απάνεμες | τα | απάνεμα |
| κλητική | απάνεμοι | απάνεμες | απάνεμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απάνεμος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀπήνεμος < αρχαία ελληνική ὑπήνεμος με παρετυμολογία ὑπό > ἀπό [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpa.ne.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐νε‐μος
Επίθετο
απάνεμος, -η, -ο
- που δεν τον χτυπάει ο άνεμος, που προσφέρει προστασία από τις κακές καιρικές συνθήκες
- (και μεταφορικά)
- ※ Στις πεδιάδες οι άνθρωποι δουλεύουν / Απάνεμα έργα / Όπου κελαηδούν πουλιά (Γιώργος Σαραντάρης, ποίημα Στις πεδιάδες οι άνθρωποι δουλεύουν)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- απάνεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.