ανεμοσάλεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεμοσάλεμα | τα | ανεμοσαλέματα |
| γενική | του | ανεμοσαλέματος | των | ανεμοσαλεμάτων |
| αιτιατική | το | ανεμοσάλεμα | τα | ανεμοσαλέματα |
| κλητική | ανεμοσάλεμα | ανεμοσαλέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈsa.le.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐σά‐λε‐μα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανεμοσάλεμα
|
|
Αναφορές
- ανεμοσάλεμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.