ἄνεμος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄνεμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνεμος

Ουσιαστικό

ἄνεμος αρσενικό

  1. άνεμος
  2. (μεταφορικά)
    1. το πνεύμα του Θεού
    2. δαίμονας, διάβολος
  3. αέρια εντέρων
  4. (σπάνιο) κάτι άπιαστο

Εκφράσεις

  • ἄνεμος τῆς ἡμεροῦς
  • ἐλπίζω στὸν ἄνεμον
  • κυνηγῶ ἀνέμους
  • πέμπω εἰς τὸν ἄνεμον
  • σκορπῶ στοὺς ἀνέμους

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ἀνεμ- 
  • ἀνεμο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμο- στο Βικιλεξικό
  • -ήνεμος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήνεμος στο Βικιλεξικό

και

  • ἀνέμη
  • ἀνέμι, ἀνέμιν
  • ἀνεμίζω
  • ἀνεμική
  • ἀνεμικόν
  • ἀνεμικός
  • ἀνεμίτσιν
  • ἀπανεμία
  • ἀπάνεμο
  • δυσηνεμία
  • ἐξανεμίζω, 'ξανεμίζω
  • ἐξανέμισμα, 'ξανέμισμα
  • εὐανεμία
  • πολυάνεμος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰνεμο-
ονομαστική ἄνεμος οἱ ἄνεμοι
      γενική τοῦ ἀνέμου τῶν ἀνέμων
      δοτική τῷ ἀνέμ τοῖς ἀνέμοις
    αιτιατική τὸν ἄνεμον τοὺς ἀνέμους
     κλητική ! ἄνεμε ἄνεμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνέμω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνέμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄνεμος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂enh₁mos[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (φυσάω, πνέω). Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀀𐀚𐀗 (a-ne-mo), λατινική anima (πνοή, άνεμος, ψυχή) (< ιταλική anima, γαλλική âme, ισπανική alma.[2]

Ουσιαστικό

ἄνεμος αρσενικό

Εκφράσεις

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
ἀνεμ- 
  • ἀνεμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμο- στο Βικιλεξικό
  • -ήνεμος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήνεμος στο Βικιλεξικό

και

  • ἀλεξανέμας
  • ἀλεξάνεμος
  • ἀνέμη
  • ἀνεμία
  • ἀνεμιαῖος
  • ἀνέμιος
  • ἀνεμίζομαι
  • ἀνεμόεις
  • ἀνεμούριον
  • ἀνεμόω
  • ἀνεμώδης
  • Ἀνεμώρεια
  • ἀνεμώτας
  • Ἀνεμῶτις
  • ἀντανεμία
  • ἀπανεμία
  • ἀπανεμόομαι
  • δυσάνεμος
  • ἐξανεμίζω
  • ἐξανεμόω
  • ἐπάνεμος
  • εὐάνεμος
  • ἰσάνεμος
  • κατάνεμος
  • κωλυσανέμας
  • λαθάνεμος
  • ληθάνεμος
  • παυσάνεμος
  • ποδάνεμος
  • ὑπανεμόω

Αναφορές

  1. ἄνεμος στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.