ἄνεμος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἄνεμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνεμος
Ουσιαστικό
ἄνεμος αρσενικό
Εκφράσεις
- ἄνεμος τῆς ἡμεροῦς
- ἐλπίζω στὸν ἄνεμον
- κυνηγῶ ἀνέμους
- πέμπω εἰς τὸν ἄνεμον
- σκορπῶ στοὺς ἀνέμους
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ἀνεμ-
ἀνεμ-
- ἀνεμο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμο- στο Βικιλεξικό
- -ήνεμος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήνεμος στο Βικιλεξικό
και
Πηγές
- ἄνεμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.183-[184, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ᾰνεμο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἄνεμος | οἱ | ἄνεμοι | |
| γενική | τοῦ | ἀνέμου | τῶν | ἀνέμων | |
| δοτική | τῷ | ἀνέμῳ | τοῖς | ἀνέμοις | |
| αιτιατική | τὸν | ἄνεμον | τοὺς | ἀνέμους | |
| κλητική ὦ! | ἄνεμε | ἄνεμοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνέμω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνέμοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄνεμος αρσενικό
- άνεμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 207 , @greek-language.gr
- αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο
- κι αυτός κράζοντας πέταξε μες στις πνοές τ' ανέμου
- Σκηνή: Ο αετός που πετάει πάνω απ' το πεδίο της μάχης.
- αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇ ἀνέμοιο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 207 , @greek-language.gr
Εκφράσεις
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
ἀνεμ-
ἀνεμ-
- ἀνεμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμο- στο Βικιλεξικό
- -ήνεμος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήνεμος στο Βικιλεξικό
και
- ἀλεξανέμας
- ἀλεξάνεμος
- ἀνέμη
- ἀνεμία
- ἀνεμιαῖος
- ἀνέμιος
- ἀνεμίζομαι
- ἀνεμόεις
- ἀνεμούριον
- ἀνεμόω
- ἀνεμώδης
- Ἀνεμώρεια
- ἀνεμώτας
- Ἀνεμῶτις
- ἀντανεμία
- ἀπανεμία
- ἀπανεμόομαι
- δυσάνεμος
- ἐξανεμίζω
- ἐξανεμόω
- ἐπάνεμος
- εὐάνεμος
- ἰσάνεμος
- κατάνεμος
- κωλυσανέμας
- λαθάνεμος
- ληθάνεμος
- παυσάνεμος
- ποδάνεμος
- ὑπανεμόω
Αναφορές
- ἄνεμος στο αγγλικό Βικιλεξικό
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἄνεμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνεμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.