ανεμοζάλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεμοζάλη | ||
| γενική | της | ανεμοζάλης | ||
| αιτιατική | την | ανεμοζάλη | ||
| κλητική | ανεμοζάλη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈza.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐ζά‐λη
Ουσιαστικό
ανεμοζάλη θηλυκό
- οι άνεμοι μεγάλης έντασης αλλά και που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις, μια από τη μία και μια από την άλλη
- η σύγχυση, η αναταραχή, η αναστάτωση. η παραζάλη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανεμοζάλη
|
→ δείτε τη λέξη ανεμοθύελλα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.