ανεμογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμογράφος οι ανεμογράφοι
      γενική του ανεμογράφου των ανεμογράφων
    αιτιατική τον ανεμογράφο τους ανεμογράφους
     κλητική ανεμογράφε ανεμογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανεμογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anémographe < αρχαία ελληνική ἄνεμος + γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ne.moˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεμογράφος

Ουσιαστικό

ανεμογράφος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.