γάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάλα τα γάλατα
      γενική του γάλατος
& γάλακτος
των γαλάτων
    αιτιατική το γάλα τα γάλατα
     κλητική γάλα γάλατα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάλα
Ένα ποτήρι γάλα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάλα

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο (γενική ενικού: γάλακτος και σπάνια γάλατος)

  1. (τρόφιμο) θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
    αγελαδινό γάλα
  2. το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
    παστεριωμένο γάλα

Εκφράσεις

  • άσπρος σαν το γάλα
  • δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα
  • είμαστε / είναι όλα / τα πάμε μέλι γάλα
  • κατεβάζω γάλα
  • και του πουλιού το γάλα
  • κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα
  • κλοτσάω την καρδάρα με το γάλα
  • μου κόπηκε το γάλα
  • όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι
  • πιες το γάλα σου! ή πιες το γαλατάκι σου!
  • σαν τη μύγα μες στο γάλα
  • σφίγγουν τα γάλατα
  • το στόμα μου μυρίζει γάλα
  • φτύνω της μάνας μου το γάλα
  • χύνω την καρδάρα με το γάλα

Συνώνυμα

  • βυζόχυμα
  • μασταροζούμι, μασταρόζουμο
  • απάρμεγμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
γαλατ-, γαλακτ- 
  • γαλακτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαλακτο- στο Βικιλεξικό
  • -γαλα Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γαλα στο Βικιλεξικό
  • -γαλο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γαλο στο Βικιλεξικό

και

Δε σχετίζονται ο γαλανός, ο γαλαντόμος

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γᾰλᾰκτ- (& γᾰλᾰτ-)
ονομαστική τὸ γάλᾰ τὰ γάλᾰκτ
      γενική τοῦ γάλᾰκτος
& γάλατος
και άκλιτο: τοῦ γάλα
τῶν γαλᾰ́κτων
      δοτική τῷ γάλᾰκτ
& γάλατι
& γάλακι
τοῖς γάλᾰξῐ(ν)
    αιτιατική τὸ γάλᾰ τὰ γάλᾰκτ
     κλητική ! γάλᾰ γάλᾰκτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γάλᾰκτε
γεν-δοτ τοῖν  γαλᾰ́κτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάλα < [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt- / *galakt-, Αν κατά κάποια άποψη προηγείται ο σπάνιος ομηρικός τύπος γλάγος, τότε πιθανόν συνδέεται με το ἀμέλγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ-

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
γαλακτ- 

με δεύτερο συνθετικό -γαλα

θέμα γαλακτ-

θέμα γαλα-, γαλαξ-

Δε σχετίζονται οι Γαλάται ή ο ἀριστογαλατίας, ούτε το γαλανός.

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.