γαλακτοπότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γαλακτοπότης | οἱ | γαλακτοπόται |
| γενική | τοῦ | γαλακτοπότου | τῶν | γαλακτοποτῶν |
| δοτική | τῷ | γαλακτοπότῃ | τοῖς | γαλακτοπόταις |
| αιτιατική | τὸν | γαλακτοπότην | τοὺς | γαλακτοπότᾱς |
| κλητική ὦ! | γαλακτοπότᾰ | γαλακτοπόται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαλακτοπότᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαλακτοπόταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτοπότης < γαλακτο- + -πότης
Ουσιαστικό
γαλακτοπότης, -ου αρσενικό
- που πίνει γάλα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 216
- ἀλλ᾽ ἀπὸ κτηνέων ζώουσι καὶ ἰχθύων: γαλακτοπόται δ᾽ εἰσί. [για τους Μασσαγέτες]
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 216
Πηγές
- γαλακτοπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαλακτοπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.