γαλακτοπότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γαλακτοπότης οἱ γαλακτοπόται
      γενική τοῦ γαλακτοπότου τῶν γαλακτοποτῶν
      δοτική τῷ γαλακτοπότ τοῖς γαλακτοπόταις
    αιτιατική τὸν γαλακτοπότην τοὺς γαλακτοπότᾱς
     κλητική ! γαλακτοπότ γαλακτοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαλακτοπότ
γεν-δοτ τοῖν  γαλακτοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλακτοπότης < γαλακτο- + -πότης

Ουσιαστικό

γαλακτοπότης, -ου αρσενικό

Συγγενικά

  • γαλακτοποτέω
  • γαλακτοποσία

 και δείτε τις λέξεις γάλα και πότης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.