mleko

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

mleko (pl) ουδέτερο

  1. το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
    gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
    na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
  2. (μεταφορικά, λόγιο) η ομίχλη



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

mleko (sr)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

mleko (sl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.